- ζαχαρομετρία
- ηη σακχαρομετρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σακχαρομετρία — και σακχαριμετρία, η, Ν μέθοδος προσδιορισμού τής περιεκτικότητας σε ζάχαρη ενός σακχαρούχου διαλύματος, μέθοδος που στηρίζεται στο φαινόμενο τής στροφής τού επιπέδου τής πόλωσης που προκαλείται από τις οπτικώς ενεργές ουσίες, όπως είναι η ζάχαρη … Dictionary of Greek